αετόνυχος

αετόνυχος
και αετόνυχας, ο (Α ἀετώνυχον, το
και στον Ησύχιο ἀετόνυχες)
νεοελλ.
1. το φυτό Gnaphalium sylvaticum τής τάξης τών Συνθέτων (Compositae), βότανο για τη θεραπεία τής τριχοπτώσεως
2. το αετονύχι
αρχ.
1. το λιθόσπερμο*
2. κατά τον Ησύχιο, «βοτάνη».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αετωνύχι — αετωνυχολιά, αετώνυχος βλ. αετονύχι, αετονυχολιά, αετόνυχος …   Dictionary of Greek

  • αετώνυχον — ἀετώνυχον, το (Α) βλ. αετόνυχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”